Βλάχικα Χριστούγεννα με Ρωμαϊκές ρίζες

Βλάχικα Χριστούγεννα με Ρωμαϊκές ρίζες

Οι Βλάχοι είναι λατινόφωνη πληθυσμιακή ομάδα, τα μέλη της οποίας κατοικούν κυρίως στην Ελλάδα, στην Αλβανία, στη Βόρεια Μακεδονία, στη Ρουμανία, στη Βουλγαρία και στη Σερβία. Μητρική γλώσσα των Βλάχων είναι η Βλάχικη, γνωστή επίσης υπό το νεολογισμό «αρωμουνική». Η αρωμουνική είναι το σύνολο των μή συστηματοποιημένων Βλάχικων διαλέκτων που ομιλούνται στα νότια Βαλκάνια και είναι λατινογενούς προέλευσης. Στον ελλαδικό χώρο και παρά τις αντίξοες συνθήκες, ένα μέρος της λατινόφωνης αυτής πληθυσμιακής ομάδας συνεχίζει μέχρι σήμερα να μιλά παράλληλα με την ελληνική και τη μητρική Βλάχικη, το μεγαλύτερο ωστόσο μέρος των ατόμων Βλάχικης καταγωγής μιλάει πλέον μόνο ελληνικά. Στη γλώσσα τους οι Βλαχόφωνοι αυτοπροσδιορίζονται ως Αρμάνοι ή Ρεμένοι ενώ στα ελληνικά και τις περισσότερες γλώσσες του κόσμου ετεροπροσδιορίζονται ως “Βλάχοι”.

Εικόνα: https://metsovomuseum.gr/portfolio/vlachs/

Ο βλάχικος αυτοπροσδιορισμός Αρμάνιι είναι σύνθετη λέξη από το a + Romani, δηλαδή α + ρωμάνοι, όπως ονομάζονταν οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι στις νότιες επαρχίες του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους. Ως Ρωμάνοι είναι γνωστοί στους βυζαντινούς χρόνους οι λατινόφωνοι υπήκοοι του ρωμαϊκού κράτους κι ως Ρωμαίοι οι ελληνόφωνοι υπήκοοί του. Οι όροι Αρωμούνος/Αρωμούνοι κι Αρμάνος/Αρμάνοι είναι νεολογισμοί. Ο πρώτος προήλθε από τον γερμανικό όρο Aromunen που εισήγαγε ο Γκούσταβ Βάϊγκαντ στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και καθιερώθηκε στην ελληνική του μορφή από τον Αχιλλέα Λαζάρου. Ο δεύτερος όρος εμφανίστηκε στην ελληνική βιβλιογραφία αρχικά στη μορφή Αρμάνιοι από το Σωκράτη Λιάκο και στη σημερινή του μορφή Αρμάνοι από τους Νικόλαο Μέρτζο και Γιώργη Έξαρχο.

Οι Βλάχοι της Ελλάδας στην προφορική τους γλώσσα αυτοπροσδιορίζονται ως Αρμάνιι και Ρεμένιι. Στην ελληνόφωνη γραπτή και προφορική τους παράδοση αυτοπροσδιορίζονται με τον όρο Βλάχοι ή βλαχόφωνοι Έλληνες. Ως Βλάχοι αυτοπροσδιορίζονται στο τοπικό βλάχικο ιδίωμα οι βλαχόφωνοι κάτοικοι του Μετσόβου, της Μηλιάς και ευρύτερα της περιοχής Μαλακασίου.

Οι Βλάχοι της Κλεισούρας, της Σαμαρίνας, του Περιβολίου και της Αβδέλλας, αυτοπροσδιορίζονται στο προφορικό βλάχικο τους ιδίωμα ως Αρωμάνοι και στα ελληνικά ως Βλάχοι. Στη γραπτή παράδοση λόγιοι βλάχικης καταγωγής έκαναν αρκετά συχνά χρήση και των όρων Γκρέκοι, Γραικόβλαχοι, Ρωμαιόβλαχοι και σπανιότερα Γραικολατίνοι αναφερόμενοι στους Βλάχους του ιστορικού ελλαδικού χώρου.

Καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, που οι Βλάχοι τα λένε Cãrtsiunu, άρχιζαν και οι ετοιμασίες. Τα σπίτια στρώνονταν με ό,τι καλύτερο διέθεταν – και τα βλάχικα σπίτια προκαλούσαν το θαυμασμό για τα υφαντά τους. Ετοίμαζαν διάφορα γλυκά, κουλουράκια, γλυκές πίτες, κανταΐφια, μπακλαβάδες και για τις ανάγκες της οικογένειας και για τα παιδιά που τραγουδούσαν τα κάλαντα. Οι φούρνοι στις γειτονιές δε σταματούσαν και ο αέρας μύριζε γλυκίσματα. Το σφάξιμο των γουρουνιών, σε πνεύμα συλλογικότητας, ήταν το πρώτο γλέντι του Δωδεκαήμερου.
Συνήθεια κοινή σε όλους τους Βλάχους ήταν , τα Χριστούγεννα αποβραδίς , να ανάβουν φωτιά στο τζάκι του σπιτιού που τη διατηρούσαν όλη τη νύχτα. Για το σκοπό αυτό έβαζαν ένα μεγάλο κούτσουρο στο τζάκι, κολεντάρλου, διαλεγμένο στο δάσος γι’ αυτό το σκοπό. Ο συμβολισμός του, πέρα από πρακτικούς λόγους, είναι προφανής. Ο νεογέννητος Χριστός πρέπει να βρει φωτιά για να ζεσταθεί. Στην Κλεισούρα, το βλάχικο αυτό κεφαλοχώρι της Καστοριάς, τη φωτιά την κρατάνε τρία μερόνυχτα. Αν το κούτσουρο είναι μικρό, το βγάζουν από τη φωτιά και το ξανακαίνε την άλλη ημέρα, ενώ την τρίτη ημέρα το καίνε ολάκερο.
Το βράδυ των Χριστουγέννων κάνουν τηγανίτες και με το ζυμάρι σχηματίζουν τρεις σταυρούς πάνω στη χόβολη. Στο βλαχοχώρι Σκρά το κούτσουρο των Χριστουγέννων, που δεν το κόβουν με το τσεκούρι, αλλά το βγάζουν με τα χέρια από τη ρίζα, είναι σύμβολο εφέστιας θεότητας ή της προγονικής δύναμης. Στη Νάουσα τα κούτσουρα που καίγονται τα Χριστούγεννα τα ονομάζουν Καρτσιούνους, όπως ακριβώς οι Βλάχοι ονομάζουν τα Χριστούγεννα (Cãrtsiunu). Οι φωτιές αυτές έχουν να κάνουν με παγανιστικές γιορτές στη Ρώμη , πριν τον καθορισμό της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρας εορτασμού των Χριστουγέννων. Συγκεκριμένα, την περίοδο του χειμερινού ηλιοστασίου ( 21η προς 22η Δεκεμβρίου) που έχουμε τη μεγαλύτερη νύχτα του έτους, οι Ρωμαίοι, με την επιβολή της κρατικής ηλιολατρίας από τον αυτοκράτορα Αυρηλιανό, γιόρταζαν παλιότερα τα γενέθλια του Μίθρα, που ήταν διαδεδομένα σε όλη την επικράτεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, καθώς και αργότερα τη γιορτή του ακατανίκητου θεού Ήλιου (Dies Natalis Solis Invicti), που είχε σχέση με την αναγέννηση του φωτοδότη Ήλιου, τον θρίαμβο του φωτός πάνω στο σκοτάδι.
Μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, οι γιορτές αυτές – Σατουρνάλια, Μπρουμάλια – αντικαταστάθηκαν – με απόφαση του Πάπα τον 4ο αιώνα – από τα Χριστούγεννα, και λογικό είναι πολλά έθιμα από τις παλιότερες γιορτές να επιβιώσουν και στις γιορτές των Χριστουγέννων.
Πολλοί Βλάχοι, κυρίως κτηνοτρόφοι, περνούσαν τις άγιες τούτες μέρες στις στάνες. Και αυτοί όμως ξενυχτούσαν γύρω από τη φωτιά και περίμεναν τη γέννηση του Χριστού. Ο ποιητής Κώστας Κρυστάλλης, Βλάχος ο ίδιος από το Συράκο της Ηπείρου, περιγράφει στο ποίημά του «Χριστούγεννα στη στρουγγοκάλυβα» μια τέτοια βραδιά σ’ ένα τσελιγκάτο της Πίνδου, όπου ο γεροτσέλιγκας παντρεύει τη φωτιά με ξύλα από διάφορα δέντρα, πανάρχαια συνήθεια κτηνοτρόφων με ποικίλους συμβολισμούς.
Και τώρα φέρτε τα δεντρά και το κρασί , το λάδι,
για να παντρέψω τη φωτιά, ακόμ’ αυτό το βράδυ,
τι γέρασα κ’ είναι άγνωρο του χρόνου τι με βρίσκει,
λίγη ζωή μου μνίσκει.
Πρώτα παντρεύω σε φωτιά, με τούτο το πουρνάρι,
οπόχει το κορμί στοιχειό και δράκο το κλωνάρι,
ωσάν αυτό χιλιόχρονη να ζης, να μη γεράζης,
να καις παντού, να βράζης.
Σου δίνω και τον πλάτανο με τα πλατιά τα φύλλα,
παντού ν’ απλώνης γύρα σου και στα ψηλά καπνίλα,
να δείχνεσαι πως πάντα ζης και ζουν μαζί σου ανθρώποι
σε πόλη ή βοσκοτόπι.
Τρίτα, φωτιά, την κεράσια σου δίνω συγγενάδι,
να σε φυλά‘ από Παγανά ως των Φωτών το βράδυ
και με παλιό τριέτικο κρασάκι σε ποτίζω,
με λάδι σε ραντίζω.
Aπό τη στρουγγοκάλυβα ποτές να μη μου λείπης,
τί μου είσαι της χαράς ζωή κι οχτρός τρανός της λύπης,
να σ‘ ανακράζω να μ’ ακούς, να βάζης, να μου κρένης,
γλυκά να με θερμαίνης.
— Να ζήσετε χρονιά πολλά κι απίκραντα, παιδιά μου,
σαν τα ρουπάκια του Ζυγού, σαν τα βουνά του Γράμμου,
να μη σας εύρουνε ποτές τα έρημα τα γέρα!
— Να ζης και συ Πατέρα!
Με τις γιορτές του Δωδεκαήμερου ήταν συνδεδεμένοι οι θρύλοι με τους καλικάντζαρους, τους καρκάντζαλους, όπως τους έλεγαν οι Βλάχοι. Τα μικρά παιδάκια ζούσαν συχνά στην αγωνία, όσο πλησίαζε η Πρωτοχρονιά, μήπως και πριονίσουν το δέντρο που στηρίζει τη γη, και κάθε λίγο και λιγάκι έψαχναν στο τζάκι, στους μπουχαρέδες, απ’ όπου έλεγαν ότι έμπαιναν στα σπίτια. Τους ξεχνούσαν όμως την παραμονή των Χριστουγέννων, τη νύχτα, όταν τα μικρά παιδιά , κρατώντας ψηλά το αστέρι που με κόπο μέρες ετοίμαζαν, έφεραν το μήνυμα της γέννησης στα συγγενικά τους σπίτια! Οι βλάχικες γειτονιές της Βέροιας φεγγοβολούσαν από τα περίτεχνα αστέρια (Steua) και αντηχούσαν από τις παιδικές φωνές που έψελναν τα κάλαντα. Να σημειωθεί ότι η λέξη κάλαντα, από το λατινικό Calendae , σήμαινε παλιά την αρχή κάθε μήνα, αργότερα έγινε η αρχή του χρόνου και ταυτίστηκε με τα κάλαντα.
Κόλιντα, μέλιντα,
δος μου, γιαγιά , την κουλούρα,
γιατί γεννήθηκε ο Χριστός
σ΄ ένα παχνί βοδιών
από το φόβο των Ιουδαίων…
Τα χειροποίητα με πολύ κόπο φαναράκια, μέσα στη νύχτα συχνά έπαιρναν φωτιά για μεγάλη απογοήτευση των μικρών παιδιών. Έπρεπε να επισκεφθούν τα συγγενικά σπίτια με καλό φανάρι και αναμμένο το κερί.
Τα κεράσματα ποικίλα, ανάλογα με τις δυνατότητες και την κοινωνική θέση της κάθε οικογένειας αλλά και τους διάφορους συμβολισμούς. Στα σπίτια των κτηνοτρόφων, σκορπούσαν στο πάτωμα στραγάλια και τα παιδιά της οικογένειας τα μάζευαν με το στόμα, για να έχουν βοσκή τα πρόβατα στη διάρκεια του χρόνου. Στα Βλαχοχώρια στα Γιάννενα η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη ήταν «Nielji, etz, mveasti shi dzinirats, δηλαδή αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!». Να προκόβουν δηλαδή τα κοπάδια του νοικοκύρη, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θ’ αφήσουν τ’ όνομα το πατρικό να σβήσει.
Μέσα στα βαθιά χαράματα της Πρωτοχρονιάς, στους δρόμους και τα σοκάκια της Βέροιας, ως και τη δεκαετία του ’60, έβγαιναν οι λιγουτσιάρηδες. Ντυμένοι με τις βαριές κάπες και φορτωμένοι με πολλές σειρές κουδούνια ( είκοσι οκάδες το παιδί, τριάντα τα κουδούνια), για να εξορκίσουν με τον εκκωφαντικό θόρυβο τα κακά πνεύματα, , πήγαιναν παρέες παρέες σε σπίτια συγγενών και γνωστών και τραγουδούσαν ποικίλα κάλαντα.
Λιγουτσιάρης έρχιτι
Γινάρης ξημερώνει
Φραγκίτσα δω, Φραγκίτσα κει,
Φραγκίτσα πάει στη βρύση
με το γκιουρντάνι στο λιμό
με το σπαθί στη μέση
σα φέτο παλικάρια μου
σα φέτο και του χρόνου…
Τα παιδάκια προσπαθούσαν να αναγνωρίσουν κάτω από τις χειροποίητες μάσκες κάποιο συγγενικό πρόσωπο, καθώς ο πατέρας τοποθετούσε νομίσματα πάνω στις πάλες, στα γυμνά σπαθιά τους. Μόνο ο αρχηγός ήταν ξέσκεπος. Τα τραγούδια των Λιγουτσιαρέων ήταν ποικίλα: στους τσελιγκάδες μιλούσαν για πρόβατα, στα παιδιά για γράμματα, στους νέους εύχονταν να βρουν ταίρι. Το έθιμο αναβιώνει σήμερα σε πολλές περιοχές, όπως στην Καστοριά, και γίνεται πόλος έλξης πολλών επισκεπτών, ενώ στην Τούρια/Κρανιά των Γρεβενών επιβιώνει ως σήμερα και το όλο δρώμενο με γαμπρούς και νύφες , με τα γιαταγάνια και τις πάλες, με χορούς και τραγούδια προκαλεί έντονο ενδιαφέρον και συμβάλλει στη συλλογική διασκέδαση.

Δυο σημεία στο έθιμο των Λιγουτσιαρέων είναι άξια προσοχής. Αν ένα μπουλούκι από λιγουτσιάρηδες συναντιόταν με ένα άλλο, ακολουθούσε σύγκρουση. Αν υποχωρούσε το ένα και δήλωνε υποταγή, αναγκαζόταν να περάσει κάτω από το σχήμα Π που σχημάτιζε το μπουλούκι που νικούσε με τα σπαθιά του. Αυτό ανακαλεί στη μνήμη μας τη συνήθεια των Ρωμαίων που ανάγκαζαν τους ηττημένους να περνάνε κάτω από τα ακόντιά τους (sub iugulum iacere) σε ένδειξη υποταγής, συνήθεια που οδήγησε αργότερα στις αψίδες του Θριάμβου. Μνεία αυτού του εθίμου κάνουν οι άγγλοι αρχαιολόγοι Wace και Thomson στο βιβλίο τους Νομάδες των Βαλκανίων, οι οποίοι αναφέρουν ότι η σύγκρουση ανάμεσα σε δυο μπουλούκια , στη Βέροια γύρω στα 1911-1914, ήταν τόσο σφοδρή που ένας σκοτώθηκε, και από τότε αυτό το μέρος ονομάζεται ‘‘La liyuciarlu’’.
Το άλλο αξιοσημείωτο είναι ότι ενώ οι Βλάχοι της Βέροιας αυτό το έθιμο το έχουν την Πρωτοχρονιά, οι Βλάχοι της Πίνδου και της Θεσσαλίας το Μάρτη, στις Αποκριές. Η εξήγηση είναι φανερή: το έθιμο είχε σχέση με την Πρωτοχρονιά που παλιότερα ήταν η πρώτη του Μάρτη. Όταν αργότερα η αρχή του χρόνου μετατοπίστηκε το Γενάρη, οι Βλάχοι της Μακεδονίας μετέφεραν και το έθιμο το Γενάρη, ενώ οι υπόλοιποι το διατήρησαν το Μάρτη. Ορισμένοι το ταυτίζουν με το Rogatsiarlu, τα ρογκάτσια, από το λατινικό ρήμα rogo = ζητώ, rogator = αυτός που ζητάει, και αναφέρεται σε ομίλους παιδιών που στα Βλαχοχώρια , στο πνεύμα της αλληλεγγύης και της συλλογικότητας μάζευαν χρήματα , για να ενισχύσουν τους οικονομικά ασθενέστερους. Ενώ άλλοι το ανάγουν στους ομίλους οπαδών που, στα ρωμαϊκά χρόνια, γυρνώντας από σπίτι σε σπίτι ζητούσαν ψήφο στις δημαρχιακές εκλογές. Μελετητές διαβλέπουν στο έθιμο ακόμη αρχαιότερες καταβολές και το συνδέουν με τη γέννηση του Δία και το χορό των Κουρητών, για να μην ακουστούν τα κλάματα του νεογέννητου Δία! Η επιστημονική ανάλυση και διερεύνηση του εθίμου θα επισημάνει τα διάφορα πολιτιστικά επίπεδα που συμφύρονται στο έθιμο αυτό.
Μόλις ξημέρωνε η Πρωτοχρονιά, πριν να ανατείλει ο ήλιος, οι Λιγουτσιάρηδες επέστρεφαν στα σπίτια τους. Την ίδια ώρα, ο πιο ηλικιωμένος του σπιτιού, ο afendi mari ή η mana marea πήγαινε στη βρύση της αυλής την οποία άλειφε με βούτυρο, κάνοντας τρεις φορές το σχήμα του σταυρού. Ο συμβολισμός είναι φανερός: όπως τρέχει το νερό, έτσι άφθονα να τρέχουν όλο το χρόνο μέσα στο σπίτι τα αγαθά. Την ίδια ώρα, οι γυναίκες ετοιμάζονταν να πάνε στην εκκλησία. Και λέμε οι γυναίκες, γιατί οι άντρες συχνά απουσίαζαν στη στάνη, τουλάχιστον στα κτηνοτροφικά σπίτια, γιατί ήταν η εποχή του γέννου.
Το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς, συγκεντρώνονταν η ευρύτερη οικογένεια στον παππού, το πιο σεβαστό πρόσωπο και κόβανε την πίτα, που η διαδικασία για να φτιαχτεί ήταν ολόκληρη τελετουργία. Μέσα στην πίτα, πέρα από το φλουρί (fluria), έβαζαν διάφορα σύμβολα με μαγικό χαρακτήρα. Αυτά ήταν ανάλογα με τις ασχολίες της οικογένειας, αλλά και μερικά κοινά σε όλους. Έτσι, ο στύλος του σπιτιού (sturlu di casã) έμπαινε σε όλα τις πίτες. Οι κτηνοτρόφοι έβαζαν τα μαντριά (mandra, cãpãrletzli) , οι κυρατζήδες τη φούρκα (furtutirea) με την οποία φόρτωναν τα ζώα τους, καθώς επίσης και άλλα σημάδια. Την πίτα έκοβε πάντα ο μεγαλύτερος της οικογένειας, ο παππούς ή ο πατέρας, σε τόσα κομμάτια όσα και τα μέλη της οικογένειας, αφού πρώτα έβγαζε μερίδα- στη μέση- για τον Άγιο Βασίλη. Στη συνέχεια τη γυρνούσε τρεις φορές και ο καθένας έπαιρνε το κομμάτι που έπεφτε μπροστά του.
Ο κύκλος των γιορτών του Δωδεκαήμερου έκλεινε την παραμονή των Φώτων με γενική καθαριότητα, κυρίως στο τζάκι, για να φύγουν τα κακά πνεύματα, οι καλικάντζαροι, και να δεχτούν το αγιασμένο νερό, την ημέρα των Φώτων. Την ίδια ημέρα , στον αγιασμό των υδάτων, πολλοί νεαροί Βλάχοι πήγαιναν στο ποτάμι με τα άλογά τους, για να τα αγιάσουν και αυτά και κάνανε διαγωνισμούς και παράβγαιναν στο τρέξιμο με τα πανέμορφα άλογά τους, τα μπινέκια. Το Δωδεκαήμερο έληγε με γλέντι.
Τάκης Γκαλαΐτσης

Loading

Visualizzazioni: 0

Lascia un commento

Il tuo indirizzo email non sarà pubblicato. I campi obbligatori sono contrassegnati *