Τι κάνετε; Εδώ, στον αγώνα!
Υπάρχουν μορφές επικοινωνίας στην ομιλία μας και ιδιαίτερα στη συνομιλία (discourse) μας, στις οποίες οι λέξεις δεν δηλώνουν νοήματα ή πληροφορίες, αλλά αποτελούν απλώς την αφετηρία μιας επικοινωνιακής επαφής. Συνιστούν ένα κοινωνικοψυχολογικό προκαταρκτικό στάδιο, απαραίτητο για να ακολουθήσει το επικοινωνιακό γεγονός, η πραγματική συνομιλία. Αυτού τού είδους η γλωσσική λειτουργία ονομάστηκε από τον ανθρωπολόγο Bronisław Malinowski φατική επικοινωνία. (Ας σημειωθεί ότι αυτή η λειτουργία, με βάση το πραγματικό περιεχόμενό της, θα ήταν καλύτερα να αποδοθεί στα Ελληνικά επαφική επικοινωνία ή λειτουργία).
Τύποι επαφικής επικοινωνίας είναι στα Ελληνικά οι εξής:
1) Τυπική ερώτηση: «Τι κάνεις / κάνετε;» ή «Τι γίνεσαι / γίνεστε;» ή «Πώς είσαι / είστε;». Τυπική απάντηση: «Καλά. Ευχαριστώ».
2) Όταν υπάρχει οικειότητα μεταξύ των συνομιλητών, ο ερωτών χρησιμοποιεί συχνά τον πληθυντικό «ψυχικής συμμετοχής», το α΄ πληθυντικό πρόσωπο αντί τού β΄: «Τι κάνουμε;» ή «Τι γινόμαστε; ή «Πώς είμαστε;» ή «Πώς πάμε;». Πρόκειται για πλήρη ανατροπή τού «λογικού» ρυθμιστικού γραμματικού κανόνα, που επιτάσσει να χρησιμοποιούμε το β΄ ενικό / πληθυντικό πρόσωπο, όταν απευθυνόμαστε στον συνομιλητή μας. Από τέτοιες χρήσεις είναι φανερό ότι η γλώσσα δεν διέπεται μόνο από λογικές σχέσεις αλλά και από το συναίσθημα.
3) Αν ο ομιλητής επιλέξει μικρότερο βαθμό οικειότητας στην επαφική ερώτησή του, τότε θα χρησιμοποιήσει το γ΄ πρόσωπο: «Τι γίνεται;» (Αλλά όχι και «Τι κάνει;» αντί «Τι κάνεις;»! Η γλώσσα έχει τους δικούς της κανόνες…).
Ωστόσο, το ενδιαφέρον για την επαφική επικοινωνία γίνεται ακόμη μεγαλύτερο, αν δει κανείς τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούμε οι Έλληνες, έναν τρόπο που επιτρέπει εθνογλωσσικές θεωρήσεις. Μερικές από τις απαντήσεις που χρησιμοποιούμε στην ελληνική επαφική επικοινωνία κινούνται στην εξής αισιόδοξη «κλίμακα ευτυχίας»: Τι κάνεις / κάνετε; Καλά – πολύ καλά – πάρα πολύ καλά – θαυμάσια – έξοχα – υπέροχα, με παραλλαγές τού τύπου (πολύ) ωραία – μια χαρά – φίνα κ.ά. Νεότερης ιδίως ηλικίας άτομα χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο αυτή την κλίμακα.
Άτομα μεγαλύτερης ηλικίας –με πικρά βιώματα από τη γερμανική κατοχή και τον Εμφύλιο– χρησιμοποιούν ένα άλλο φάσμα επαφικών απαντήσεων, οι οποίες κλιμακώνονται από τη συγκρατημένη αισιοδοξία και τους χαμηλούς τόνους μέχρι την επιφύλαξη, το άγχος και την ανασφάλεια, που επιτρέπουν ακόμη και αναφορές στα θεία! Τέτοιες είναι απαντήσεις τού τύπου: Τι κάνεις / κάνετε; Καλούτσικα – ας τα λέμε καλά – έτσι κι έτσι – και μη χειρότερα – τα φέρνουμε βόλτα – δόξα να ’χει ο Θεός – δόξα τω Θεώ να λέμε κ.ά. Το αποκορύφωμα αυτού τού τύπου απαντήσεων είναι η (άγνωστη και αμετάφραστη σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες) φράση Εδώ, στον αγώνα! (–Τι κάνεις; –Εδώ, στον αγώνα). Ομοίως και η άλλη εκπληκτική και εξίσου αμετάφραστη σε άλλες γλώσσες φράση, γλωσσική αποτύπωση τού τρόπου ζωής τού ταλαιπωρημένου και συνεχώς εμπερίστατου Έλληνα (που τον έχει ενσαρκώσει με τη χαρακτηριστική κινητικότητά του ο Θανάσης Βέγγος), η φράση τρέχουμε: Τι κάνεις; Τρέχουμε! Σε ανάλογη κατεύθυνση κινούνται και μεταγλωσσικού τύπου απαντήσεις, όπως: Τι κάνεις; Μην τα ρωτάς! – Τι να σου λέω; – Μην τα συζητάς! κ.τ.ό. Τέλος, ενδιαφέρον (κοινωνιογλωσσικό και εθνογλωσσικό) έχουν υπαρξιακού-οντολογικού τύπου απαντήσεις, όπως: Πώς τα πάμε; Υπάρχουμε! – Ζούμε! – Ψευτοζούμε! – Επιβιώνουμε! – Κυλάμε την παλιοζωή! κ.ά.
Αξίζει να μελετηθεί –και ιστορικά– πώς έφτασαν οι Έλληνες σε τέτοιες μορφές επαφικής επικοινωνίας. Έχει λ.χ. παίξει ρόλο στη διαμόρφωση και παγίωση τέτοιων επαφικών απαντήσεων κάποια στρατηγική επικοινωνίας τού Έλληνα τής Τουρκοκρατίας να «κλαυτεί», να υποβαθμίσει την κατάστασή του, ώστε να μην προκαλέσει τον φθόνο ή τη μήνιν τού κατακτητή ή και να αποφύγει απλώς το κακό μάτι; Μήπως πρόκειται για παράδοση επαφικής επικοινωνίας των Ελλήνων, που έχει κωδικοποιηθεί στη γλώσσα μας και ενεργοποιείται συχνά από ορισμένης ηλικίας, κοινωνικής ευαισθησίας και κάποιων ανάλογων τραυματικών εμπειριών άτομα ;
Οπωσδήποτε, παρά την ποικιλία και την όποια ερμηνεία τής προέλευσής τους, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι όλες οι φράσεις που αναφέραμε συνιστούν συγχρονικά μορφές επαφικής χρήσης τής γλώσσας. Πρόκειται δηλαδή για κενές νοηματικού περιεχομένου φράσεις, για «σημασίες χωρίς νόημα» (“sense to nonsense”), όπως τις αποκάλεσε χαρακτηριστικά ο γνωστός σημασιολόγος και θεωρητικός τής λογοτεχνίας Ι.Α. Richards. Συγχρόνως, όμως, τέτοιες φράσεις επιτελούν μια λειτουργία τόσο σημαντική στη γλωσσική επικοινωνία, που ο πολύς Roman Jakobson δεν δίστασε, πρώτος αυτός, να τη συμπεριλάβει (ως “phatic function”) στις βασικές λειτουργίες τής γλώσσας, θεωρώντας ότι αντιστοιχεί σε έναν καίριο παράγοντα τής γλωσσικής επικοινωνίας, τον παράγοντα τής επαφής (contact) με τον συνομιλητή.
Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης (Αθήνα, 6 Ιανουαρίου 1939) είναι διακεκριμένος Έλληνας φιλόλογος, γλωσσολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου και λεξικογράφος, καθώς επίσης, παρουσιαστής και πρώην πολιτικός. Έχει διατελέσει υπουργός Παιδείας από τον Μάρτιο έως τον Μάιο 2012 και πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 2000 έως το 2006. Ανακηρύχθηκε Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 2006 και Επίτιμος καθηγητής το 2007.
Visualizzazioni: 0