https://www.deepl.com/ <<< Traduzioni accurate con un solo click per sempre!
Η Ελλάδα και η Ιταλία στην Ευρώπη: Μια σύγκριση οικονομικής ανάκαμψης και ποιότητας ζωής
Τα τελευταία στοιχεία της Eurostat για την αγοραστική δύναμη των Ευρωπαίων αποκαλύπτουν βαθιές οικονομικές ανισότητες μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Η Ελλάδα, παρά τη μικρή βελτίωση, παραμένει στην προτελευταία θέση με μόλις 70% της ευρωπαϊκής μέσης αγοραστικής δύναμης, πάνω μόνο από τη γειτονική Βουλγαρία (66%). Αντίθετα, χώρες όπως η Ιρλανδία (211%), το Λουξεμβούργο (141%) και η Ολλανδία (135%) ξεπερνούν κατά πολύ τον μέσο όρο, ενισχύοντας τη διαφορά μεταξύ του “πυρήνα” και της “περιφέρειας” της ΕΕ. Ανισότητες που περιγράφουν όχι μόνο τις οικονομικές δυνατότητες των χωρών, αλλά και την κινητικότητα ιδεών και ανθρώπων να προοδεύουν με γνώμονα τις κοινές πολιτικές οργάνωσης της πολιτείας σε σύγχρονα ορθολογικά μοντέλα συμπεριφοράς.
Η Ελλάδα: Αποτυχία ανάκαμψης σε σύγκριση με άλλα μνημονιακά κράτη
Η ελληνική οικονομία, αν και έχει αυξηθεί από το χαμηλό των 62% το 2020 σε 70% το 2024, απέχει ακόμα 23 μονάδες από τα προ-κρίσης επίπεδα (93% το 2008). Αυτή η πορεία αντιπαραβάλλεται με εκείνη άλλων χωρών που υπέστησαν μνημόνια:
- Ιρλανδία: Από 131% (2008) σε 211% (2024) – μια εξαιρετική άνοδος λόγω πολυεθνικών και φορολογικών κινήτρων.
- Κύπρος: Ανακάμψη από 81% (2014) σε 95% (2024), πλησιάζοντας τα προ-κρίσης 106%.
- Πορτογαλία: Σήμερα σε 82%, υψηλότερα από το 2008 (77%).
Η Ελλάδα, λοιπόν, δεν έχει ανακάμψει οικονομικά όσο άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης, παρά το ότι η τουριστική ανάπτυξη και οι επενδύσεις έχουν δώσει κάποια ώθηση.
Ιταλία: Μια σταθερή πτώση χωρίς σημάδια ανάκαμψης
Η Ιταλία, η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, βρίσκεται σε πτώση σε θέμα αγοραστικής δύναμης. Το 2024, η ιταλική οικονομία καταγράφει 95% του μέσου όρου της ΕΕ, έναντι 104% το 2008. Η σταθερή ύφεση, το υψηλό δημόσιος χρέος (πάνω από 140% του ΑΕΠ) και η έλλειψη δομικών μεταρρυθμίσεων την έχουν αφήσει πίσω από γειτονικές χώρες όπως η Γαλλία (108%) ή η Ισπανία (92%), που επέστρεψαν στα προ-κρίσης επίπεδα.
Ποιότητα ζωής: Το αόρατο κόστος της οικονομικής ύφεσης
Πέρα από τα νούμερα, η πτώση της αγοραστικής δύναμης επηρεάζει άμεσα την καθημερινότητα:
- Ελλάδα: Το κόστος ζωής αυξάνεται (ειδικά σε ενοίκια και τρόφιμα), αλλά οι μισθοί παραμένουν από τους χαμηλότερους στην ΕΕ. Η ανεργία (10.8% το 2024) εξακολουθεί να πιέζει νέους και οικογένειες.
- Ιταλία: Οι νεολαίοι αντιμετωπίζουν αστάθεια (πάνω από 20% ανεργία) και μετανάστευση προς βορειότερες χώρες.
Συμπέρασμα: Η Ευρώπη των “δύο ταχυτήτων”
Τα στοιχεία δείχνουν μια διχασμένη Ευρώπη:
- Ο βορράς (Ιρλανδία, Γερμανία, Σκανδιναβικές χώρες) αναπτύσσεται με υψηλά εισοδήματα και ισχυρά κοινωνικά κράτη.
- Ο νότος (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία) αντιμετωπίζει χρόνια ύφεση, γεωργική εξάρτηση και εξασθένιση της βιομηχανικής βάσης.
Για την Ελλάδα, η μόνη ελπίδα είναι επενδύσεις σε τεχνολογία και πράσινη μετάβαση, ώστε να μην μείνει μόνιμα στο κατώφλι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για την Ιταλία, η αναζήτηση πολιτικών σταθερότητας και μείωσης του χρέους είναι καίρια για να αποφύγει μια νέα δεκαετία στασιμότητας.
Η ερώτηση παραμένει: Θα μπορέσει ποτέ η νότια Ευρώπη, παρά το πλουσιότατο ιστορικό πολιτισμικό της κληροδότημα, να κλείσει το οικονομικό χάσμα με τον βορρά; Τα δεδομένα, τουλάχιστον για τώρα, δεν είναι αισιόδοξα. Τα προβλήματα πολλά και σύνθετα, αφορούν τις υποδομές των χωρών, τις γεωγραφικές αποστάσεις από τις κεντρικές αγορές με πρόσθετα κόστη μεταφοράς προϊόντων και ανθρώπων, καθυστέρηση εκσυγχρονισμού των κρατικών μηχανισμών, διαφθορά κλπ. Κυρίως όμως οφείλεται στη νοοτροπία συντήρησης των αρνητικών συμπεριφορών που προκαλούν τελικά το έλλειμμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συνεργασίας της κοινωνίας πολιτών. Οι πελάτες του πολιτειακού συστήματος εξουσίας, είναι ανίκανοι να αντιδράσουν στα πολυσύνθετα προτάγματα της παγκοσμιοποίησης για ανοσία από τη μαζική ενσωμάτωση σε καταναλωτικές, μη παραγωγικές πρακτικές που οδηγούν σε τριτοκοσμικές συνθήκες απομόνωσης, ξενοφοβίας και αποκλεισμού. Η φτώχεια ξεκινά από τη νοοτροπία στασιμότητας, δυσπιστίας, ιδιώτευσης, ελλείμματος συνεργασίας σε κοινούς σκοπούς με συμμετοχή σε δράσεις κοινής ωφέλειας.